κλουβί

κλουβί
Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για τα μικρά πουλιά, κατασκευάζονται κ. με ξύλινο ή συρμάτινο σκελετό, τα κενά του οποίου συμπληρώνονται με λεπτά σύρματα παράλληλα και σε ίσα διαστήματα. Μέσα στο κ. υπάρχουν μικρά δοχεία για τροφή και νερό, ενώ συχνά τοποθετείται και μια κούνια για την ψυχαγωγία του πουλιού. Τα κ., που προορίζονται για άγρια ζώα, κατασκευάζονται από σιδερένιες ράβδους, χτισμένες μέσα σε βάσεις από μπετόν. Τα κ. αυτά επικοινωνούν με στεγασμένο χώρο, για να αποσύρονται τα ζώα, όταν βρέχει ή όταν αναπαύονται. Στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιούσαν κ. και για ανθρώπους, τους οποίους περιέφεραν για διαπόμπευση. Πωλητής κλουβιών τοπικής κατασκευής, στην Τζακάρτα της Ινδονησίας.
* * *
το (AM κλουβίον, Μ και κλωβίον) νεοελλ.
1. μικρή ή μεγάλη κατασκευή με κάγκελα ή συρματόπλεγμα για την έγκλειση πτηνών ή ζώων
2. μτφ. κάθε μικρός και στενός χώρος («γι' αυτό το κλουβί ζητάει τόσο μεγάλο ενοίκιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο στο κλαδί παρά στο κλουβί» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή
4. φρ. «μπήκε στο κλουβί» — παντρεύτηκε
μσν.
1. μικρό δωμάτιο ή κελλί φυλακής
2. φορείο
μσν.-αρχ.
μικρός κλωβός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.-μσν. κλωβ-ίον, υποκορ. τού αρχ. κλωβός
για την τροπή τού ω σε ου πρβλ. κώδων > κουδούνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλουβί — το μικρή κλούβα: Κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλάκι στο κλουβί (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή …   Dictionary of Greek

  • γαλεάγρα — και γαλιάγρα, η (AM γαλεάγρα) μσν. νεοελλ. κοχλιωτό πιεστήριο για ελιές, κηρήθρες, σταφύλια, κ.λπ. αρχ. 1. παγίδα για άγρια ζώα 2. κλουβί για άγρια ζώα 3. κλουβί ή φυλακή για ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη + άγρα* «καταδίωξη και σύλληψη ζώων,… …   Dictionary of Greek

  • κάρταλ(λ)ος — κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM) καλάθι με στενή συνήθως βάση αρχ. 1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή 2. κλουβί για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, ὁ «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kert «στρίβω, στρέφω μαζί …   Dictionary of Greek

  • κλούβα — η 1. μεγάλο κλουβί 2. (κατ επέκτ.) φυλακή 3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κλουβάκι — το υποκορ. του κλουβί μικρό κλουβί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • Andonis Xylouris — Psarandonis Mit seiner Tochter im Konzert Psarandonis (griechisch Ψαραντώνης, das Pseudonym ist zusammengesetzt aus dem Wort für Fischer und seinem Vornamen) ist …   Deutsch Wikipedia

  • Psarandonis — (2006) Mit seiner Tochter im Konzert …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”